
Αποζημίωση λόγω περιβαλλοντικών καταστροφών
Αιτίες περιβαλλοντικών καταστροφών
Οι περιβαλλοντικές καταστροφές προκαλούνται είτε από φυσικά αίτια, ανεξάρτητα από την θέληση του ανθρώπου (πλημμύρες, τυφώνες, πυρκαγιές κ.ά.), είτε από ανθρώπινη ενέργεια ή παράλειψη (πυρκαγιές, δηλητηρίαση του αέρα, των υδάτων κ.α.) και συχνότατα, πέραν της γενικότερης υποβάθμισης του περιβάλλοντος ή ακόμα και της απώλειας ανθρώπινης ζωής, επιφέρουν εκτεταμένες ζημιές στην ιδιωτική περιουσία.
Στις περιπτώσεις αυτές η Πολιτεία έχει την υποχρέωση να μεριμνά για την στήριξη και ενίσχυση των πληγέντων παρέχοντας βοηθήματα, ανεξαρτήτως τυχόν δικής της ευθύνης ή τρίτων για την πρόκληση ή την μη αποτροπή επέλευσης των ζημιών.
Η ευθύνη της Πολιτείας από περιβαλλοντική ζημία
Υπάρχει όμως παράλληλα και η θεσμοθετημένη από τα άρθρα 105-106 ΕισΝ ΑΚ υποχρέωση του εν ευρεία εννοία Δημοσίου, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι Ο.Τ.Α., η Περιφέρεια και τα Ν.Π.Δ.Δ., προς αποζημίωση των παθόντων για ζημίες προκληθείσες από παράνομη πράξη ή παράλειψη ή από υλική ενέργεια των οργάνων του Δημοσίου κατά την ενάσκηση της δημοσίας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί. Η υποχρέωση αυτή ενεργοποιείται σε περίπτωση φυσικών / περιβαλλοντικών καταστροφών, που οφείλονται σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου, και μάλιστα χωρίς να ερευνάται αν συντρέχει και υπαιτιότητα αυτών. Ενεργοποιείται επίσης σε περίπτωση φυσικής καταστροφής, η εκδήλωση της οποίας δεν μπορούσε μεν να εμποδιστεί από ανθρώπινη ενέργεια, αλλά οι καταστροφικές της συνέπειες θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί ή μετριαστεί, εάν τα αρμόδια δημόσια όργανα είχαν λάβει τα επιβεβλημένα κατάλληλα μέτρα.
Τότε υπάρχει η λεγόμενη αστική ευθύνη του Δημοσίου, η οποία συνίσταται στην υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας που έχουν υποστεί ιδιωτικά έννομα αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα, περιουσία) των πληγέντων πολιτών εξ αιτίας περιβαλλοντικής προσβολής. Ειρήσθω εν παρόδω ότι η αστική ευθύνη του Δημοσίου πρέπει να αντιδιαστέλλεται από την περιβαλλοντική ευθύνη του, η οποία συνιστά την υποχρέωσή του να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη το ίδιο το περιβάλλον αυτό καθ΄ εαυτό.
Η υποχρέωση αποζημίωσης
Εφόσον λοιπόν η επελθούσα ζημία προκλήθηκε κατά τα ανωτέρω από όργανα του Δημοσίου, τούτο υποχρεούται σε εύλογη ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του παθόντος πολίτη, αλλά και στην πλήρη του αποζημίωση για την υλική του ζημία, θετική και αποθετική. Στην θετική ζημία συμπεριλαμβάνεται και η βλάβη της περιουσίας ως πράγματος αυτού καθ’ εαυτού. Η σχετική αποζημίωση περιλαμβάνει το κόστος της αποκατάστασης του πράγματος στην προτέρα του συμβάντος κατάσταση, καλύπτει δηλαδή την αξία των νέων υλικών και εξαρτημάτων και την αμοιβή της εργασίας που θα απαιτηθεί για την επισκευή ή αποκατάσταση της περιουσίας πχ αν κάηκαν τα κουφώματα σπιτιού, το κόστος αγοράς και τοποθέτησης νέων κουφωμάτων και η δαπάνη αφαίρεσης των καταστραφέντων.
Η περιβαλλοντική υποβάθμιση
Εντούτοις, ακόμα και αν το καταστραφέν πράγμα αποκατασταθεί, ο κύριος (ιδιοκτήτης) αυτού έχει ζημιωθεί έτι περαιτέρω. Αυτό συμβαίνει επειδή η περιουσία υπέστη μια γενικότερη μείωση της αξίας της, που μπορεί να οφείλεται σε τεχνική ή σε εμπορική υπαξία που προκλήθηκε από την καταστροφή. Τεχνική υπαξία υπάρχει όταν διατηρούνται ακόμα κάποια ελαττώματα, μολονότι έλαβε χώρα επισκευή. Εμπορική υπαξία υπάρχει σε περίπτωση μείωσης της αξίας πωλήσεως του επισκευασμένου πράγματος λόγω μειωμένου αγοραστικού ενδιαφέροντος εξ αιτίας τυχόν φανερών ή και κρυφών ελαττωμάτων, όπως συμβαίνει κατά κόρον όταν δημιουργηθεί στο κοινό η πεποίθηση – ή έστω η εντύπωση – ότι η περιοχή πάσχει από περιβαλλοντικά προβλήματα ή όταν έχει συσχετιστεί στην συλλογική μνήμη με δυσάρεστα γεγονότα.
Είναι φανερό ότι οι περιβαλλοντικές καταστροφές οδηγούν σε οικονομική απαξίωση της ακίνητης περιουσίας, ακόμα και όταν αυτή επισκευαστεί πλήρως και με αρτιότητα, αφού, όπως είναι φυσικό, η γενικότερη υποβάθμιση του περιβάλλοντος μειώνει δραστικά το αγοραστικό ενδιαφέρον του κοινού με αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση της ζήτησης, άρα και της αγοραίας αξίας.
Δικαστική διεκδίκηση της ζημίας από περιβαλλοντική υποβάθμιση
Πώς όμως προσδιορίζεται ποσοτικά η μείωση της αξίας ώστε να καθίσταται δυνατή η δικαστική επιδίωξή της στα διοικητικά δικαστήρια; Ο επακριβής προσδιορισμός του μεγέθους της σε χρήμα είναι ιδιαίτερα δυσχερής, καθότι δεν υπάρχουν διατυπωμένα σταθερά όρια. Αντιθέτως απαιτούνται σταθμίσεις και αξιολογικές κρίσεις, στις οποίες θα προβεί κατά περίπτωση και κατ’ ελεύθερη εκτίμηση ο δικαστής της ουσίας.
Προς διευκόλυνση τόσο του ενάγοντος στον προσδιορισμό του ποσού που θα ζητήσει με την αγωγή του για το κονδύλι αυτό, όσο και του Δικαστηρίου που θα επιληφθεί της υπόθεσης, χρήσιμη είναι σχετική έκθεση ειδικού πιστοποιημένου εκτιμητή. Ο εν λόγω εκτιμητής με ειδική προς τούτο μεθοδολογία, θα προσδιορίσει την αξία του ακινήτου, αφενός προ της περιβαλλοντικής καταστροφής και αφετέρου κατά τον χρόνο της εκτίμησής του. Για το σκοπό αυτό ο εκτιμητής θα λάβει υπόψη του πλήθος παραγόντων, τεχνικών και μη, που κατά γενική ομολογία επηρεάζουν την αγοραία αξία.
Παράγοντες που επηρεάζουν την εκτίμηση της αγοραίας αξίας
Στους παράγοντες αυτούς συγκαταλέγονται το είδος του ακινήτου και η χρήση, για την οποία αυτό είναι προορισμένο και η παλαιότητα του κτίσματος. Επιπλέον σημαντική είναι η εν γένει κατάστασή του, το είδος, η σημασία και η έκταση της βλάβης, η τελειότητα της επισκευής, το ύψος της δαπάνης επισκευής κ.α. Οι σημαντικότεροι όμως παράγοντες είναι οι εξής:
- τα φυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής και κατά πόσο επηρεάστηκαν από την καταστροφή
- το αδύνατο της αποκατάστασης του φυσικού χώρου
- τα χαρακτηριστικά και πρότυπα της περιοχής, η φήμη, η καλή ή κακή θέα
- ο βαθμός του κατακερματισμού του κοινωνικού ιστού
- η αίσθηση (αν)ασφάλειας που δημιουργήθηκε από το ζημιογόνο συμβάν και την αδυναμία των αρμοδίων να αποτρέψουν ή έστω να περιορίσουν τις συνέπειές του
- ο αντίκτυπος και η καταγραφή της καταστροφής στην συλλογική μνήμη
- ο τύπος της χρήσης του ακινήτου πριν από την καταστροφή ( πχ ξενοδοχείο, γηροκομείο)
- οι επιπτώσεις της καταστροφής στον περιβάλλοντα χώρο, φυσικό και οικιστικό, δομημένο ή μη, και η μείωση της γενικότερης αισθητικής της περιοχής
- η αδυναμία ή η ελάττωση δυνατότητας χρήσης του ακινήτου κατά τον προορισμό του πχ ως καταφύγιο ανάπαυσης, ηρεμίας, χαλάρωσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μείωση της αξίας παράλιας παραθεριστικής κατοικίας από ρύπανση ή μόλυνση της θάλασσας από πετρέλαιο που διέρρευσε στην περιοχή από κρατικά πλοία ή διυλιστήρια, ή ακόμα και από ιδιωτική επιχείρηση, εφόσον όμως στην τελευταία περίπτωση το κράτος, ενώ μπορούσε και όφειλε, δεν απέτρεψε την καταστροφή.
Νομολογιακές και διαδικαστικές παρατηρήσεις
Έχει νομολογηθεί ότι η μείωση της αξίας της περιουσίας επέρχεται ήδη από τον χρόνο της περιβαλλοντικής καταστροφής και δεν εξαρτάται από την προηγούμενη πώληση ή από την πρόθεση πωλήσεως της περιουσίας, ούτε από την προηγούμενη επισκευή των βλαβών. Τούτο σημαίνει ότι ο ιδιοκτήτης του ακινήτου υφίσταται τη ζημία αυτή κατά το χρόνο του συμβάντος και μπορεί να την διεκδικήσει δικαστικά αμέσως. Μάλιστα, δεν απαιτείται ούτε καν να έχει πρόθεση να το πωλήσει.
Κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της μείωσης της αξίας είναι ο χρόνος της τελευταίας συζήτησης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά τον οποίο οι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν και να επικαλεστούν αποδεικτικά μέσα. Σημαντικό τέτοιο μέσο αποτελεί η έκθεση πιστοποιημένου εκτιμητή, που μολονότι δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, αλλά εκτιμάται ελεύθερα από αυτό, είναι οπωσδήποτε πολύ επιβοηθητική και λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψη από τον Δικαστή της ουσίας για τον προσδιορισμό της μείωσης της αξίας της περιουσίας λόγω της περιβαλλοντικής καταστροφής.