Τα «όπλα» του εργοδότη στην περίοδο του lockdown

Γράφει ο Κώστας Καρσιώτης 

Για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες, η εκθετική αύξηση των κρουσμάτων του νέου κορωνοϊού είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή λειτουργίας πλήθους επιχειρήσεων, ενώ επέφερε σημαντική οικονομική ζημία στη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων, οι οποίες εξακολουθούν να λειτουργούν. Ενόψει της δύσκολης αυτής συγκυρίας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έκτακτα μέτρα που έλαβε ο νομοθέτης για τον περιορισμό του μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, με διακηρυγμένο στόχο την διατήρηση των θέσεων εργασίας, η οποία, μάλιστα, αποτελεί όρο για την αξιοποίηση των σημαντικότερων μέτρων ελάφρυνσης.

Αναστολή των συμβάσεων εργασίας

Όπως και στο πρώτο στάδιο περιορισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων λόγω της πανδημίας, έχει τεθεί σε εφαρμογή το μέτρο της αναστολής της σύμβασης εργασίας των εργαζομένων, με την κάτωθι διάκριση:

Δυνάμει του κεφαλαίου Α της υπ’ αριθμόν οικ. 48713/1232 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ 5246/26.11.2020, τεύχος Β’), καθώς και του Κεφαλαίου Α της υπ’ αριθμόν οικ. 49989/1266 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ 5391/07.12.2020, τεύχος Β’), οι επιχειρήσεις, η λειτουργία των οποίων έχει ανασταλεί λόγω των μέτρων κατά της διασποράς του κορωνοϊού, αναστέλλουν υποχρεωτικά τις συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων τους για όσο διάστημα παραμένουν κλειστές. Με αυτό τον τρόπο οι εργαζόμενοι δεν παρέχουν την εργασία τους στους εργοδότες τους, ενώ οι επιχειρήσεις απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής μισθοδοσίας και την κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων για το ως άνω διάστημα. Η υποχρέωση αυτή μετακυλίεται κατά ένα ποσοστό στον κρατικό προϋπολογισμό, από όπου καλύπτεται το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων, καθώς και οι αποδοχές αυτών μέχρι την αναλογία των 800 € για τις ημέρες αναστολής του Νοεμβρίου 2020 (26,66 € ανά ημέρα αναστολής) και την αναλογία των 534 € για τις ημέρες αναστολής του Δεκεμβρίου 2020 (17,8 € ανά ημέρα αναστολής). Για την αναστολή της σύμβασης εργασίας των εργαζομένων κατά τα ανωτέρω απαιτείται υποβολή υπεύθυνης δήλωσης του εργοδότη στο Πληροφοριακό Σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ». Οι ως άνω επιχειρήσεις υποχρεούνται επί ποινή ακυρότητας να μην προβούν σε καμία απόλυση εργαζομένου τους για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή των συμβάσεων εργασίας.

Αντίθετα, το ως άνω μέτρο είναι προαιρετικό για τις επιχειρήσεις, η λειτουργία των οποίων δεν έχει ανασταλεί, αλλά δραστηριοποιούνται σε κλάδους που πλήττονται σημαντικά από τις συνέπειες της πανδημίας. Δυνάμει του κεφαλαίου Β της υπ’ αριθμόν οικ. 48713/1232 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ 5246/26.11.2020, τεύχος Β’), καθώς και του Κεφαλαίου Β της υπ’ αριθμόν οικ. 49989/1266 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ 5391/07.12.2020, τεύχος Β’), οι επιχειρήσεις της ως άνω κατηγορίας δύνανται να θέτουν σε αναστολή τις συμβάσεις εργασίας τμήματος ή του συνόλου των εργαζομένων τους με τους ίδιους όρους που παρατέθηκαν ανωτέρω. Στην περίπτωση χρήσης του ως άνω μέτρου, η επιχείρηση αναλαμβάνει επί ποινή ακυρότητας τη δέσμευση να μην προβεί σε καμία απόλυση για όσο διαρκεί η αναστολή συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων σε αυτήν, ενώ υποχρεούται να διατηρήσει τον ίδιο αριθμό εργαζομένων και με το ίδιο είδος σύμβασης εργασίας για ισόχρονο χρονικό διάστημα μετά το πέρας της αξιοποίησης του ως άνω μέτρου. Στην έννοια του ιδίου αριθμού θέσεων εργασίας δεν συμπεριλαμβάνονται οι εργαζόμενοι, που αποχωρούν οικειοθελώς, που αποχωρούν λόγω συνταξιοδότησης ή θανάτου, καθώς και οι εργαζόμενοι με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία λήγει κατά τη διάρκεια του ανωτέρω χρονικού διαστήματος.

Το πρόγραμμα «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ»

Παράλληλα με την εφαρμογή του ανωτέρω μέτρου, δυνάμει του άρθρου 18 του Νόμου 4722/2020, εξακολουθεί να είναι σε ισχύ μέχρι και τις 31.12.2020 (με προοπτική περαιτέρω επέκτασης) ο μηχανισμός «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» (Ν. 4690/2020), δυνάμει του οποίου ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να μειώνει μονομερώς τον χρόνο παροχής εργασίας κάθε εργαζομένου σε ποσοστό έως και 50%, σε εβδομαδιαία ή μηνιαία βάση. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η επιχείρηση απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής της μισθοδοσίας και των ασφαλιστικών εισφορών του εργαζομένου, που αντιστοιχούν στις ώρες που δεν απασχολήθηκε. Από τον κρατικό προϋπολογισμό καλύπτεται το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών, που αντιστοιχούν στο διάστημα μη απασχόλησης του εργαζομένου, καθώς και τουλάχιστον το 60% της απώλειας του μισθού του τελευταίου, ενώ σε κάθε περίπτωση «συμπληρώνεται» ο μισθός του εργαζομένου, ώστε το συνολικό ποσό που θα εισπράξει να μην υπολείπεται του κατώτατου μισθού.

Στον μηχανισμό «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» υπάγονται επιχειρήσεις ανεξαρτήτως συμπερίληψής τους ή μη στους πληττόμενους ΚΑΔ. Κριτήριο για την υπαγωγή στο συγκεκριμένο πρόγραμμα αποτελεί η μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων κατά τους κρίσιμους μήνες του 2020 σε σχέση με αντίστοιχο διάστημα του 2019. Συγκεκριμένα, κριτήριο για την υπαγωγή στο πρόγραμμα για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2020 αποτελεί η μείωση των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης κατά τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο 2020 κατά ποσοστό τουλάχιστον 20% σε σχέση α) με τους ίδιους μήνες του 2019 για τις επιχειρήσεις που τηρούν διπλογραφικά βιβλία, β) με το άθροισμα του κύκλου εργασιών του πρώτου τριμήνου 2019, πολλαπλασιαζόμενο επί το ένα τρίτο (1/3), και του δεύτερου τριμήνου του 2019 και του τρίτου τριμήνου του 2019, πολλαπλασιαζόμενο επί δύο τρίτα (2/3), για τις επιχειρήσεις που τηρούν απλογραφικά βιβλία. 

Βάσει των ανωτέρω, συνάγονται τα εξής συμπεράσματα:

  • Είναι δυνατόν μία επιχείρηση να εντάσσεται στους πληττόμενους ΚΑΔ, και κατ’ επέκταση να δικαιούται να θέσει σε αναστολή τις συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων σε αυτήν, αλλά να μην δύναται να υπαχθεί στον μηχανισμό «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ», λόγω μη σημαντικής μείωσης του κύκλου εργασιών της σε σχέση με την περίοδο αναφοράς. Ομοίως, είναι δυνατό και το αντίστροφο.
  • Όπως ορίζεται ρητά και στο εδάφιο στ του άρθρου 68 του Νόμου 4756/2020, είναι δυνατή η συνδυαστική αξιοποίηση του μέτρου της αναστολής της σύμβασης εργασίας και του προγράμματος «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ». Συγκεκριμένα, μία πληττόμενη επιχείρηση, η οποία πληροί τις προϋποθέσεις ένταξης και στον ως άνω μηχανισμό, δύναται να θέτει σε αναστολή τμήμα των εργαζομένων της, καθώς και να μειώσει τις ώρες απασχόλησης των υπολοίπων, σύμφωνα με τα ανωτέρω.

Οι επιχειρήσεις, που εντάσσονται στον Μηχανισμό «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ», υποχρεούνται να μην προβούν σε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων που εντάσσονται σε αυτό, ενώ , σε περίπτωση πραγματοποίησης της, αυτή είναι άκυρη. Υποχρεούνται, επίσης, να διατηρήσουν τους ονομαστικούς μισθούς των εργαζομένων αυτών για όσο χρονικό διάστημα εντάσσεται ο καθένας από αυτούς στον ως άνω μηχανισμό.

Το Επίδομα Χριστουγέννων

Η δυνατότητα της επιχείρησης να αναστείλει τη σύμβαση εργασίας τμήματος ή του συνόλου των εργαζομένων της, καθώς και η υπαγωγή αυτών στον μηχανισμό «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» επιδρά σημαντικά και στο ύψος του επιδόματος Χριστουγέννων, το οποίο θα κληθεί να καταβάλει στο προσωπικό την τελευταία εβδομάδα του Δεκεμβρίου. Συγκεκριμένα, τόσο το μέτρο της αναστολής όσο και ο μηχανισμός «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» «αποφορτίζουν» την επιχείρηση από την υποχρέωση καταβολής ενός τμήματος του Επιδόματος Χριστουγέννων, μεταθέτοντας την σχετική υποχρέωση στον κρατικό προϋπολογισμό.

Ως γνωστόν, το Επίδομα Χριστουγέννων υπολογίζεται με βάση το ύψος του μηναίου μισθού του εργαζομένου κατά την περίοδο Μάιος-Δεκέμβριος κάθε έτους.  Δεδομένου ότι το μέτρο της αναστολής συμβάσεων εργασίας αξιοποιήθηκε από την πλειοψηφία των επιχειρήσεων τουλάχιστον κατά τον μήνα Μάιο 2020, ενώ τώρα παρέχεται η ίδια δυνατότητα στις επιχειρήσεις για τους μήνες Νοέμβριο 2020 και Δεκέμβριο 2020, οι εργοδότες, δυνάμει του άρθρου 22 του Νόμου 4722/2020, πρόκειται  να «ελαφρυνθούν» από την υποχρέωση καταβολής του τμήματος του Επιδόματος Χριστουγέννων, το οποίο αντιστοιχεί στα διαστήματα της αναστολής, καθώς η υποχρέωση καταβολής για το ως άνω σκέλος αναμένεται να επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό. Αντίστοιχα, ο μηχανισμός «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» βρίσκεται σε ισχύ από τις 15.06.2020, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός εργαζομένων να έχει υπαχθεί σε αυτόν για πλήθος μηνών. Δυνάμει της παραγράφου 3β του άρθρου 31 του Νόμου 4690/2020, αναλογία του Επιδόματος Χριστουγέννων, η οποία αντιστοιχεί στην οικονομική ενίσχυση που έχει λάβει ο εργαζόμενος στα πλαίσια του μηχανισμού (= κάλυψη του 60% της απώλειας μισθού κατά τα ανωτέρω), καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Επομένως, στην αρκετά συνήθη περίπτωση κατά την οποία η επιχείρηση έθεσε σε αναστολή τη σύμβαση εργασίας ενός εργαζομένου κατά τους μήνες Μάιο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο, αξιοποιώντας παράλληλα τις ευνοϊκές ρυθμίσεις του προγράμματος «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» κατά τους υπόλοιπους μήνες, είναι δυνατή η μείωση του μισθολογικού κόστους του Επιδόματος Χριστουγέννων 2020 κατά ποσοστό που υπερβαίνει το 60%, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της διαφοράς για τον εργαζόμενο αναμένεται να καλυφθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Η δυνατότητα μεταφοράς του υπολοίπου αδείας

Μία ακόμη σημαντική ρύθμιση, η οποία ενσωματώθηκε στον Νόμο 4756/2020 (άρθρο 69), είναι η παροχή δυνατότητας μεταφοράς τυχόν υπολοίπου αδείας των εργαζομένων στο επόμενο ημερολογιακό έτος, εφόσον η σύμβαση εργασίας αυτών είχε ανασταλεί τον Μάρτιο 2020 και εξακολουθεί να τελεί σε αναστολή αδιαλείπτως ή με διαλείμματα έως και τις 31 Δεκεμβρίου 2020. Δυνάμει της ως άνω ρύθμισης, η επιχείρηση απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής προστίμου στο ΣΕΠΕ για την μη χορήγηση του συνόλου της ετήσιας αδείας προς τους εργαζομένους σε αυτήν. Μία τέτοια ρύθμιση είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς η υπαγωγή των εργαζομένων στον μηχανισμό «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» κατά τους έξι τελευταίους μήνες του έτους και η εφαρμογή του μέτρου της αναστολής συμβάσεων εργασίας, ιδίως κατά τους δύο τελευταίες μήνες του έτους, αποτελούν λόγους ανωτέρας βίας, οι οποίοι ενδέχεται να εμποδίζουν τον εργοδότη να χορηγήσει εμπρόθεσμα το σύνολο των προβλεπόμενων ημερών αδείας. Επομένως, σε αυτές τις περιπτώσεις, η υποχρέωση του εργοδότη για την χορήγηση των υπολειπόμενων ημερών αδείας θα μεταφέρεται για το επόμενο έτος, όπου θα προστεθούν στις ημέρες άδειας αναψυχής που δικαιούται σε ετήσια βάση ο εκάστοτε εργαζόμενος ανάλογα με την προϋπηρεσία του. Οι ημέρες αδείας, οι οποίες θα μεταφερθούν από το 2020, θα πρέπει να χορηγηθούν στους εργαζομένους υποχρεωτικά μέχρι τις 30.06.2021.

Η τηλεργασία

Ένα ακόμη «όπλο» που διαθέτει ο εργοδότης εν μέσω της πανδημίας είναι η παροχή εξ αποστάσεως εργασίας (τηλεργασία). Καίτοι φαινομενικά η υποχρέωση του εργοδότη να απασχολεί τουλάχιστον το 50% των εργαζομένων του μέσω τηλεργασίας αποτελεί επιβάρυνση για την επιχείρηση, η άλλη «όψη του νομίσματος» είναι ότι επεκτείνεται χρονικά το δικαίωμα του εργοδότη να αποφασίζει μονομερώς ότι ο εργαζόμενος θα παρέχει την εργασία του με αυτόν τον τρόπο, δίχως να απαιτείται προς τούτο η συγκατάθεση αυτού. Συγκεκριμένα, δυνάμει της υπ’ αριθμόν οικ. 36124/1194/2020 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ 3945/15.09.2020, τεύχος Β’), παρατείνεται μέχρι και τις 31.12.2020 η προσωρινή και έκτακτη ρύθμιση του άρθρου 4 της από 11.03.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, σύμφωνα με την οποία ο εργοδότης δύναται να καθορίζει μονομερώς ότι η εργασία, που παρέχεται από τον εργαζόμενο στον προβλεπόμενο από την ατομική σύμβαση τόπο εργασίας, θα πραγματοποιείται με το σύστημα της εξ αποστάσεως εργασίας. Με αυτό τον τρόπο ο εργοδότης δύναται να ελαχιστοποιήσει τις πιθανότητες διασποράς του ιού στην επιχείρησή του, να προστατεύσει τους εργαζομένους του και να τηρήσει τις νομοθετικές υποχρεώσεις περί τήρησης μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης εντός της επιχείρησης.

Εκ των ανωτέρω συμπεραίνουμε ότι είναι πολύ σημαντική η συστηματική ενημέρωση των εργοδοτών γύρω από τις δυνατότητες που τους παρέχουν τα έκτακτα μέτρα εργατικού δικαίου, τα οποία λαμβάνονται για την άμβλυνση των συνεπειών της μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Σε μία τόσο δύσκολη οικονομική συγκυρία κάθε εργοδότης οφείλει να πράξει τα δέοντα, ώστε να μην μετακυλίσει το κόστος υλοποίησης των μέτρων κατά της διασποράς του κορωνοϊού στους εργαζομένους του, και να αξιοποιήσει κάθε κονδύλι του κρατικού προϋπολογισμού, προκειμένου να προστατεύσει τις θέσεις εργασίας στην επιχείρησή του.