
Η έννοια των χρηστών ηθών στον αθέμιτο ανταγωνισμό
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ελεύθερης αγοράς και της άμεσα συνυφασμένης με αυτήν ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας είναι η ύπαρξη ανταγωνισμού. Ανταγωνιστικές σχέσεις εμφανίζονται μεταξύ των δρώντων σε κάθε τομέα της οικονομίας με σκοπό την επικράτησή τους στις συναλλαγές.
Η νομοθετική ρύθμιση
Στην προσπάθεια αυτή επεμβαίνει ο νομοθέτης, ώστε να διασφαλίσει ότι θα επικρατήσει αυτός που εφαρμόζει την αρχή της καλύτερης προσφοράς. Η αρχή αυτή ικανοποιείται, όταν υπερισχύει αυτός που διαμορφώνει παράγοντες ποιοτικού ανταγωνισμού, όπως η υψηλή ποιότητα και η προσιτή τιμή, και όχι αυτός που χρησιμοποιεί αθέμιτες πρακτικές και μέσα. Ο προαναφερόμενος σκοπός εξυπηρετείται με τον νόμο 146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού και κυρίως με το άρθρο 1 αυτού. Η συγκεκριμένη διάταξη αποτελεί γενική ρήτρα και απαγορεύει κάθε πράξη που γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού και αντιτίθεται στα χρηστά ήθη. Το κριτήριο των χρηστών ηθών αποκτά, κατά τον τρόπο αυτό, θεμελιώδη σημασία για τον διαχωρισμό θεμιτών και αθέμιτων πρακτικών.
Ποιο είναι το περιεχόμενο της έννοιας των χρηστών ηθών;
Τα χρηστά ήθη αποτελούν αόριστη νομική έννοια που δηλώνει τις επιταγές της κρατούσας κοινωνικής ηθικής, η οποία γίνεται αποδεκτή σε μια ορισμένη εποχή, σε έναν ορισμένο τόπο και από έναν ορισμένο κύκλο προσώπων. Κατά άλλη διατύπωση, δηλώνει τις κρατούσες αντιλήψεις του μέσου χρηστού και δίκαιου ανθρώπου για το ποια συμπεριφορά ανταποκρίνεται στις επιταγές της κοινωνικής ηθικής. Ως αποτέλεσμα, η έννοια των χρηστών ηθών μεταβάλλεται κατά το πέρασμα του χρόνου, διαφέρει από τόπο σε τόπο και ανάμεσα στους συναλλακτικούς κλάδους και επηρεάζεται από τις κατά περίπτωση περιστάσεις. Η έννοια αυτή, όταν πρόκειται να εφαρμοστεί στον τομέα του ανταγωνισμού, αποηθικοποιείται και αποκτά περιεχόμενο ειδικό και σχετιζόμενο με αυτόν. Έτσι, συμπεριφορές που γενικά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ανήθικες, θεωρούνται τέτοιες, ορώμενες στο πλαίσιο ανταγωνιστικών σχέσεων και αντιστρόφως.
Πώς εξειδικεύεται η έννοια;
Με βάση τα ανωτέρω και σύμφωνα με την νομολογία, σημασία για τον προσδιορισμό των χρηστών ηθών αποκτούν οι αντιλήψεις του συγκεκριμένου εμπορικού, βιομηχανικού ή επαγγελματικού κλάδου, αλλά και των καταναλωτών. Επιπροσθέτως, γνώμονα αποτελούν οι θεμιτές εμπορικές συνήθειες και πρακτικές, οι κώδικες δεοντολογίας και καλής πρακτικής, αλλά και το σύνολο των βασικών αρχών που πηγάζουν από την εθνική και ενωσιακή νομοθεσία. Αντίθετα, το αποτέλεσμα που προκύπτει από την εφαρμοζόμενη μέθοδο δεν αρκεί για να την χαρακτηρίσει αντιτιθέμενη στα χρηστά ήθη, ακόμη και αν προκαλεί ανυπέρβλητη βλάβη στον ανταγωνιστή. Περαιτέρω, για την αξιολόγηση μιας πράξης ανταγωνισμού λαμβάνονται υπόψη αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια. Στην πρώτη κατηγορία υπάγονται τα χρησιμοποιούμενα μέσα, η διάρκεια, η ένταση και τα αποτελέσματα της πράξης στην αγορά και το συμφέρον των καταναλωτών ∙ στην δεύτερη το κίνητρο και ο σκοπός του επιχειρήσαντος αυτήν. Πάντως, δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη υπαιτιότητας ή η γνώση του αθέμιτου χαρακτήρα.
Η πορεία προς την υπαγωγή
Ορθή κρίνεται η προσέγγιση που ξεκινά από την παραδοχή ότι η πράξη είναι θεμιτή, δεδομένου ότι κανόνα αποτελεί ο ανταγωνισμός δίχως περιορισμούς. Εν συνεχεία, πρέπει να υιοθετείται μια ολιστική θεώρηση, κατά την οποία λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες τις συγκεκριμένης περίπτωσης και τα ως άνω αναφερόμενα κριτήρια. Τέλος, εξετάζεται αν πράξη είναι σύμφωνη με την αρχή της καλύτερης προσφοράς, σταθμίζοντας, αν απαιτείται, τα εκατέρωθεν συγκρουόμενα συμφέροντα. Λοιπές προϋποθέσεις της διάταξης του πρώτου άρθρου του νόμου 146/1914, είναι ο σκοπός ανταγωνισμού και η τέλεση της πράξης στις συναλλαγές που απαριθμεί ο νόμος και σε όσες έχει προσθέσει νομολογία. Πρόκειται ιδίως για συμπεριφορές που απαντώνται στους τομείς της γεωργίας, του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Αν, πέρα από την αντίθεση στα χρηστά ήθη, ικανοποιούνται και οι όροι αυτοί, χωρούν έναντι του παραβάτη αξίωση παράλειψης, άρσης της προσβολής και αποζημίωσης.
Μερικά παραδείγματα αντιτιθέμενων στα χρηστά ήθη εμπορικών πρακτικών
Χαρακτηριστική ανταγωνιστική πράξη αποτελεί η απόσπαση του εργατικού δυναμικού της ανταγωνίστριας επιχείρησης, η οποία μπορεί κατά περίπτωση να κριθεί αθέμιτη. Μεταφερόμαστε παραδείγματος χάριν σε μια νησιωτική περιοχή, όπου υπάρχουν δύο σχολές οδηγών. Η μία απασχολεί πέντε δασκάλους, ενώ η άλλη δύο, ο ένας εκ των οποίων αναμένεται να συνταξιοδοτηθεί. Η πρώτη επιχείρηση, γνωρίζοντας την κατάσταση αυτή, προσφέρει στον νεότερο υπάλληλο της ανταγωνίστριας τον διπλάσιο μισθό. Την προσφορά αυτή επαναφέρει επίμονα ανά τακτά χρονικά διαστήματα, παρόλο που η πρόσληψη του οδηγού δεν της είναι αναγκαία ή έστω χρήσιμη. Αντιθέτως, πρόθεσή της είναι η συντριβή της αντίπαλης σχολής. Τελικά, αυτός αποδέχεται, με αποτέλεσμα το κλείσιμο της επιχείρησης, διότι αδυνατεί να βρει άλλον υπάλληλο προς απασχόληση. Για την αξιολόγηση της περιγραφόμενης πράξης θα ληφθούν υπόψη ο τόπος (νησιωτική περιοχή), οι ειδικές συνθήκες (δύο επιχειρήσεις, περιορισμένο εργατικό δυναμικό), η φύση, η ένταση και η διάρκεια της πράξης και ιδίως το κίνητρο πίσω από αυτήν, δηλαδή η διάλυση της αντίπαλης σχολής. Η δημιουργία μονοπωλίου ως αποτέλεσμα δεν είναι a priori κρίσιμη, ωστόσο εδώ αποτελεί απότοκο μίας ανταγωνιστικής προσπάθειας, η οποία εμφορείται από σκοπούς αποδοκιμαζόμενους από το δίκαιο. Επομένως, η απόσπαση εργατικού δυναμικού κρίνεται εν προκειμένω αντιτιθέμενη στα χρηστά ήθη.
Ένα ακόμη αντιπροσωπευτικό παράδειγμα μεθόδου παρεμπόδισης των ανταγωνιστών αποτελεί η υποτίμηση. Η μείωση των τιμών με σκοπό απόκτησης προβαδίσματος στην αγορά αποτελεί κατά κανόνα θεμιτή πρακτική, η οποία χρησιμοποιείται συχνά για την προσέλκυση πελατείας. Εξάλλου, ο αποκλεισμός της ελεύθερης διαμόρφωσης των τιμών, θα έθετε εκ ποδών την ελεύθερη αγορά. Συνεπώς, αν μια αλυσίδα καταστημάτων υποδημάτων πωλεί τα προϊόντα της κάτω του κόστους, δεν τίθεται αυτομάτως ζήτημα παραβίασης των χρηστών ηθών. Η υποτίμηση, όμως, που εξακολουθεί επί μακρόν και αποσκοπεί στην εξώθηση των λοιπών επιχειρήσεων του κλάδου σε διαδοχικές μειώσεις τιμών που δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά, ώστε να οδηγηθούν σε κατάρρευση, δεν μπορεί να είναι σύμφωνη με τα χρηστά ήθη. Επιπλέον, συνυπολογίζεται ο κίνδυνος που ελλοχεύει και για το καταναλωτικό κοινό, διότι αν το σχέδιο της επιχείρησης καταλήξει επιτυχώς, θα δύναται, ελλείποντος του ανταγωνισμού, να αυξάνει κατ’ αρέσκειαν και άνευ περιορισμών τις τιμές. Επακόλουθα, η υποτίμηση υπό τις ειδικές αυτές συνθήκες αξιολογείται ως αντικρουόμενη των χρηστών ηθών και αποτελεί αθέμιτη ανταγωνιστική πρακτική.
Είναι τελικά τα χρηστά ήθη το ορθό κριτήριο;
Εν κατακλείδι, η δυσχέρεια ακριβούς και εκ των προτέρων προσδιορισμού των χρηστών ηθών πιθανόν δημιουργεί ανασφάλεια και αμφιβολία για την καταλληλότητά της προς καθορισμό των επιτρεπόμενων ανταγωνιστικών συμπεριφορών. Παρ’ όλα αυτά, τα χαρακτηριστικά αυτά είναι που την καθιστούν δυναμική, ευμετάβλητη και ευπροσάρμοστη. Δύναται, έτσι, να ακολουθεί τις εμπορικές, οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις και να συμπεριλαμβάνει όλες τις εμφανισσόμενες μορφές ανταγωνιστικής συμπεριφοράς.