Απόφαση Αρείου Πάγου 78/2022 -Το παραδεκτό των λόγων της αναίρεσης

Το γραφείο μας εκπροσώπησε επιτυχημένα ενώπιον του Αρείου Πάγου εντολέα μας σε εργατική υπόθεση σχετικά με την νομιμότητα ή όχι καταγγελίας σύμβασης εργασίας. Η εκδοθείσα υπ’ αρ. 78/2022 απόφαση Αρείου Πάγου  αποτελεί, μεταξύ άλλων, εξαιρετική αφορμή για την μελέτη του παραδεκτού των προβαλλόμενων λόγων αναίρεσης κατ’ άρθρο 562 ΚΠολΔ.  

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

Στην δεύτερη παράγραφο του άρθρο 562 ΚΠολΔ τίθεται ως προϋπόθεση της παραδεκτής προβολής ενός σφάλματος της προσβαλλόμενης απόφασης ως λόγο αναίρεσής της να έχει ήδη προταθεί ο σχετικός ισχυρισμός στο δικαστήριο της ουσίας. Ελαττώματα που δεν προτάθηκαν στο δικαστήριο τη ουσίας, δεν μπορούν να θεμελιώσουν λόγω αναίρεσης. Αυτή η επιπλέον διαδικαστική προϋπόθεση του παραδεκτού του ίδιου του λόγου, που πρέπει κατά την νομολογία να προκύπτει από το περιεχόμενο του αναιρετηρίου, είναι διαφορετική από το παραδεκτό του ενδίκου μέσου. Συναντάται αποκλειστικά στην δικονομία της αναίρεσης και δικαιολογείται, καθώς αποσκοπεί στο να διασφαλίσει τον θεμελιώδη ρόλο του Αρείου Πάγου ως ακυρωτικού δικαστηρίου, που ελέγχει μόνο την νομιμότητα της απόφασης βάσει των νομικών και πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς να υπεισέλθει ο ίδιος στην ουσία της απόφασης.

ΟΙ 3 ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ

Ο κανόνας αυτός γνωρίζει εκ του νόμου τρεις εξαιρέσεις: α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά την δημόσια τάξη ή, κατά την τελευταία τροποποίηση της διάταξης, το δεδικασμένο. Ειδικότερα σύμφωνα με την πρώτη εξαίρεση της δεύτερης παραγράφου του α.562 ΚΠολΔ προβάλλονται παραδεκτώς ενώπιον του Αρείου Πάγου ως λόγοι αναίρεσης ισχυρισμοί που δεν ήταν αδύνατον να προβληθούν ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας. Αδύνατη δε είναι η προβολή του λόγου όταν η παράβαση γίνεται σε στάδιο στο οποίο ο διάδικος δεν είχε την δικονομική δυνατότητα να την προβάλει. Η δεύτερη εξαίρεση της παραγράφου αφορά σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση. Η διαφορά της με την υπό α΄ εξαίρεση συνίσταται στο ότι στην πρώτη εξαίρεση το σφάλμα προκύπτει κατόπιν συνδυασμού της απόφασης με τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα. Αντίθετα στην δεύτερη περίπτωση η παραβίαση προκύπτει και μόνο από την ανάγνωση της ίδιας της απόφασης.

Η ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Εν προκειμένω το ζήτημα έγκειτο στην παραδεκτή προβολή λόγων αναίρεσης από την αναιρεσείουσα εντολέα μας, η οποία είχε ερημοδικασθεί τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο βαθμό. Κατά πάγια νομολογία και κατά συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 531 παρ.1 και 272 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, σε περίπτωση που ο αναιρεσείων έχει ερημοδικασθεί στον δεύτερο βαθμό, η απόρριψη της έφεσης γίνεται πλασματικά κατ’ ουσίαν. Έτσι, με αναίρεση προσβάλλεται αποκλειστικά η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και «(…) τα τυχόν σφάλματα της αποφάσεως του πρώτου βαθμού αφού επικυρώνονται από το Εφετείο μπορούν να προταθούν με την αίτηση αναιρέσεως ως σφάλματα της δευτεροβάθμιας αποφάσεως, εφόσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους, παραδεκτώς προβαλλομένους.» (Ολ. Α.Π. 16/1990, Α.Π. 268/2016).

Στηριζόμενοι στην ανωτέρω νομολογία υποστηρίξαμε ότι λόγω της ενσωμάτωσης της πρωτοβάθμιας απόφασης στην δευτεροβάθμια και της δυνατότητας προσβολής των σφαλμάτων της πρώτης, υπάρχει πεδίο εφαρμογής της πρώτης εξαίρεσης του άρθρου 562 παρ.2. Οι λόγοι αναίρεσής μας, δηλαδή, ήταν κατ’ εξαίρεση παραδεκτοί καθώς προέκυπταν από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα δε, προέκυπτε από το κείμενο της απόφασης ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε αναγνώσει εσφαλμένα την χρονολογία πρόσληψης του εργαζομένου, με αποτέλεσμα να κρίνει άκυρη την καταγγελία της σύμβασης εργασίας λόγω μη καταβολής αποζημίωσης απολύσεως κατά τα άρθρα 3 παρ. 2 του ν. 2112/1920 και 5 παρ. 1 του ν.3198/1955. Αντιθέτως, από την ορθή ανάγνωση των εγγράφων αποδεικνυόταν ότι τέτοια υποχρέωση της αναιρεσείουσας δεν υπήρχε, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ.2 Α ν.3863/2010, η απασχόληση του εργαζομένου δεν είχε υπερβεί τη δοκιμαστική περίοδο των δώδεκα μηνών.  

Τελικώς, το δικαστήριο αποδεχόμενο την ως άνω θέση έκρινε παραδεκτούς τους λόγους αναίρεσής μας ως σφάλματα που προκύπτουν από επισκόπηση της ίδιας της προσβαλλόμενης απόφασης και εξετάζοντας τον πρώτο λόγο αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου κατ’ άρθρον 559 αρ. 20 θεώρησε αυτόν νόμω και ουσία βάσιμο, εξαφάνισε την δευτεροβάθμια απόφαση. 

Απόσπασμα της απόφασης αυτής με υπογραμμισμένα τα κρίσιμα χωρία έχει ως ακολούθως:

«Αριθμός 78/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Μαντούβαλο, Μαρία Σιμιτσή-Βετούλα-Εισηγήτρια, Αριστείδη Βαγγελάτο και Κωνσταντίνα Νάκου, Αεροπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο κατάστημά του στις 26 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ………………, νόμιμα εκπροσωπούμενης από τον ………….. και εν προκειμένω από τον …………… αυτής στην Ελλάδα, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κυριακή Μπάλτα, η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσίβλητου: ………………… του……………., κατοίκου ……….. Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του …………, με δήλωση του α.242 παρ.2 ΚΠολΔ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/7/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: …./2015 του ίδιου Δικαστηρίου και ……/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 553 παρ.1 περ. β. 309 εδ. α΄, 321 και 495 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε αναίρεση υπόκειται η απόφαση που έχει καταστεί τελεσίδικη κατά το χρόνο άσκησης του ως άνω ενδίκου μέσου, δηλαδή κατά το χρόνο της κατάθεσης του οικείου δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Είναι δε τελεσίδικη η απόφαση, η οποία, απεκδύοντας το δικαστή από κάθε περαιτέρω εξουσία, περατώνει τη δίκη επί της αγωγής και δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης (Ολ. ΑΠ 5/2001 και 9/1996). (…) Εξάλλου, κατά το άρθρο 524 παρ.3 ΚΠολΔ, σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Η απόρριψη της έφεσης λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι κατά τύπους, διότι, παρ’ όλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για το λόγο αυτό πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους. Επομένως, αν η ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης απορριφθεί λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος, με το ένδικο μέσο της αναίρεσης προσβάλλεται μόνον η, μη υποκείμενη πλέον σε ανακοπή ερημοδικίας, απόφαση του εφετείου, στην οποία ενσωματώνεται η πρωτόδικη. Με τον τρόπο αυτό, τα τυχόν σφάλματα της πρωτόδικης απόφασης, θεωρούμενα ως επικυρωθέντα από το εφετείο, μπορούν να προβληθούν με την αίτηση αναίρεσης ως σφάλματα της δευτεροβάθμιας απόφασης, εφ’ όσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους παραδεκτώς προβαλλόμενους (ΟλΑΠ 16/90, ΑΠ 1253/2018).

Στη προκειμένη περίπτωση φέρεται προς κρίση η από 9.11.2017 και με αριθμό κατάθεσης …/…/10.11.2017 αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμό 3079/23.6.2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, (και της ενσωματωμένης σε αυτήν με αριθμό 57/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και με την οποία, λόγω της μη προσήκουσας συμμετοχής της εναγομένης- εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας στην κατ’ έφεση δίκη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τη δίκασε ερήμην και απέρριψε την από 23.12.2015 (και με αριθμό κατάθεσης …/2016) έφεση που αυτή είχε ασκήσει κατά της με αριθμό 57/8.1.2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. (…).

Περαιτέρω, με το εδάφιο Α της παρ. 2 του άρθρου 74 του ν.3863/2010, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 17 παρ. 5 α του ν. 3899/2010 (ΦΕΚ A 212/17.12.2010) και κατά το άρθρο 19 παρ. 2 του ίδιου νόμου (δηλαδή του ν.3899/2010) ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (δηλαδή από 17.12.2010) ορίσθηκε ότι: «Η απασχόληση με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός και αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη». Από την παραπάνω διάταξη σαφώς προκύπτει ότι μέσα στους πρώτους δώδεκα μήνες από τη σύναψη της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ο εργοδότης έχει (κατ’ αρχήν) το δικαίωμα να απολύσει τον μισθωτό απροειδοποίητα και χωρίς να του καταβάλει αποζημίωση. (…) Ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε, ως προς το έγγραφο, σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου (σφάλμα ανάγνωσης), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι το έγγραφο αυτό περιελάμβανε, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει κατά το άρθρο 561 παρ 1 του ιδίου Κώδικα του αναιρετικού ελέγχου. Για να θεμελιωθεί, όμως, ο λόγος αυτός δεν αρκεί μόνο η εσφαλμένη ανάγνωσή του εγγράφου, αλλά απαιτείται επί πλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα επί του ουσιώδους ισχυρισμού προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο αυτό, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει με άλλα αποδεικτικά έγγραφα, χωρίς να εξαιρεί το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1162/2019, ΑΠ 236/2017).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης με αριθμό 3079/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, στην οποία ενσωματώθηκε η με αριθμό 57/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω απόρριψης της ασκηθείσας κατ’ αυτής έφεσης ως εκ της ερημοδικίας της εναγομένης -εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, προκύπτει ότι έγιναν δεκτά και τα ακόλουθα ουσιώδη, αναφορικά με τους ερευνούμενους αναιρετικούς λόγους που στρέφονται κατ’ αυτής: «Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντα στο ακροατήριό του και από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που ο ενάγων προσκομίζει και επικαλείται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσελήφθη από την εναγομένη την 1-10-2008 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί στην πρεσβεία που διατηρεί η εναγομένη στην Αθήνα με την ιδιότητα του διοικητικού υπαλλήλου. Εργάσθηκε μέχρι την 30.5.2011, προσφέροντας προσηκόντως στην εναγομένη τις υπηρεσίες του, οπότε η σύμβαση εργασίας του καταγγέλθηκε.[…]. Σε κάθε περίπτωση, πέραν της ακριβούς ημερομηνίας καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντα, που εγγράφως επιδόθηκε την 12-7-2011 σε αυτόν, δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση… Επομένως, και μόνο για το λόγο αυτό η καταγγελία της σύμβασης του ενάγοντα ήταν άκυρη, η εναγομένη κατέστη υπερήμερη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του και οφείλει σε αυτόν μισθούς υπερημερίας. […]..». Σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές, το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι η από 30.5.2011 εκ μέρους της εναγομένης -εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας καταγγελία της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας του ενάγοντος-εφεσίβλητου και ήδη αναιρεσίβλητου είναι άκυρη λόγω μη καταβολής σε αυτόν της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, δέχθηκε ως χρόνον πρόσληψης του αναιρεσίβλητου την αναγραφόμενη στην πρώτη σελίδα της από 22.7.2011 αγωγής ημερομηνία (δηλαδή την 1.10.2008), διότι ανέγνωσε εσφαλμένα την ημερομηνία της 1ης Οκτωβρίου 2010, που αναγράφεται ως χρόνος έναρξης της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, στη με ίδια ημερομηνία έγγραφη σύμβαση των διαδίκων, η οποία σε επίσημη αποσπασματική μετάφραση προσκομίζεται από την εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα), φέρει στο τέλος της και την υπογραφή του ενάγοντος (ήδη αναιρεσίβλητου) και με επίκληση είχε προσκομισθεί από αυτόν μαζί με το αντίγραφο της από 1.1.2011 έγγραφης αναγγελίας της πρόσληψής του στην Πρεσβεία της αναιρεσείουσας στην Αθήνα, τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ως σχετικό με αριθ. 3 (βλ. τη με αριθμό 5 σελίδα των 2.10.2014 προτάσεων του αναιρεσίβλητου στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και τη με αριθμό 4 σελίδα των από 23.5.2017 προτάσεών του – αντέφεσης στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών). Επιπλέον, ανέγνωσε εσφαλμένα και το αντίγραφο του με αριθμό …./2.6.2011 δελτίου εργατικής διαφοράς του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, το οποίο, επίσης, ο ενάγων είχε επικαλεσθεί ως σχετικό με αριθ. 6 και προσκομίσει με τις ως άνω προτάσεις του, στο οποίο διαλαμβάνεται ότι «ο προσφεύγων (ενάγων) δήλωσε ότι προσλήφθηκε 01-10-2010». Κατά συνέπεια, το δικαστήριο της ουσίας με την παραδοχή του ότι ο χρόνος κατάρτισης της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας του ενάγοντος είναι η ημερομηνία της 1.10.2008 και όχι η ημερομηνία της 1.10.2010, που αναγράφεται ως χρόνος έναρξης της επίδικης σύμβασης εργασίας στα ως άνω έγγραφα (και προεχόντως στην από 1.10.2010 έγγραφη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εργασίας) επί των οποίων κυρίως βάσισε την κρίση του, παραμόρφωσε το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, (…) Επομένως, ο περί τούτου από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος.

Συνακόλουθα, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης, παρελκούσης της έρευνας των δεύτερου, τρίτου και τέταρτου από τους αριθμούς 1,11 και 12 αντίστοιχα του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγων αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη με αριθμό 3079/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, στην οποία ενσωματώνεται η με αριθμό 57/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση, η οποία χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, προς εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλο δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, η οποία παρέστη και κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί τη με αριθμό 3079/23.6.2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, στην οποία ενσωματώνεται η με αριθμό 57/8.1.2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση για εκ νέου εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.

Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Ιανουαρίου 2022.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιανουαρίου 2022[1].»

[1] Πρώτη δημοσίευση ΝΟΜΟΣ.

 

Φωτογραφία από ertnews.gr